- ἀναγκαστικοῦ
- ἀναγκαστικόςcompulsorymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
χαρτονόμισμα — Oνομάζεται το εκδιδόμενο είτε απευθείας από το κράτος, είτε σε τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την εκδοτική τράπεζα στα οποία ο νόμος προσδίδει την ιδιότητα του νόμιμου νομίσματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων … Dictionary of Greek
επαγγελματικό απόρρητο — Το σύνολο των μη δημοσιοποιήσιμων πληροφοριών, που αφορούν τη λειτουργία και τις δραστηριότητες μιας εμπορικής επιχείρησης ή τις δραστηριότητες ενός μεμονωμένου επαγγελματία. Στόχος αυτού του απορρήτου είναι η προστασία τόσο της επιχείρησης ή του … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek